Το χορικό των σφουγγαράδων
Επιπλέον πληροφορίες
Συγγραφέας | |
---|---|
Εκδόσεις | |
Έτος Έκδοσης |
€9,64
Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας : 2-3 εβδομάδες
Ύστερ’ απ’ το εσπερινό μνημόσυνο, στην Αγία Πελαγία, για τα εννιάμηνα του εικοσάχρονου παλικαριού, τον σφουγγαρά που πνίγηκε, συνάχτηκαν στο σπίτι το συγγενολόι του για το απονύχτερο της παρηγοριάς. Οι γυναίκες έμειναν στην μπροστινή κάμαρα – μάνα, αδερφές, συγγένισσες, κι η αρραβωνιαστικιά του – να κουβεντιάζουν, να ιστοράνε τις χάρες του νεκρού, να κλαίνε, να μοιριολογάνε και πότε πότε να σκούζουν. Οι άντρες έχουν αποτραβηχτεί στη μέσα κάμαρα γιατί δεν είναι πρέπο να βλέπουν οι γυναίκες το πένθος τους, ν’ ακούν τα λόγια τους, μήτε κι αυτοί ν’ ακούν τα μοιρολόγια των γυναικών. Νύχτωσε πια. Απρίλης μήνας. Έξω, στ’ ασβεστωμένα πεζούλια, λάμπει μεγαλοδύναμη φεγγαροβραδιά. Στον αγέρα πλέει πυκνή μια ανάκατη μυρωδιά από γιασεμί, βασιλικά, βρασμένο στάρι, ζάχαρη, χταπόδι, ζεστό καφέ και γυναικεία μασκάλη. Μια νυχτερίδα χτύπησε με το πέτσινο φτερό της το φεγγάρι κι ο ίσκιος της, ή ο ίσκιος του φεγγαριού, έσπασε σα μαύρο αγγείο στον τοίχο. Μέσα στην κάμαρα οι τρεις λύχνοι θαμποφέγγουν, γιατί το φεγγαρόφωτο είναι δυνατό κι αφήνει ένα μεγάλο άσπρο τετράγωνο στο πάτωμα που κάνει να σχεδιάζουνται κάτι σκοτεινές φιγούρες στα νοτισμένα σταμνιά, σα να ‘ναι αρχαίες λήκυθες. Οι άντρες σωπαίνουν κάμποση ώρα, αμήχανοι, αδέξιοι, μπουνταλάδες, χοντροκομμένοι και τριχωτοί σαν αρκούδες, με πρόσωπα στεγνά σαν των αγίων, ντροπιασμένοι για τη λύπη τους, σα μετανιωμένοι κιόλας γι’ αυτά που θα ‘λεγαν – και που έπρεπε να πουν – με μια άγρια παρθενιά στην έκφρασή τους – ίσως ντροπιασμένοι πιότερο γι’ αυτή τους την παρθενιά και θυμωμένοι από πάνω με τον εύκολο θρήνο των γυναικών που ακούγεται απ’ τη διπλανή κάμαρα. Ο πατέρας, νέος ακόμα, σαρανταπεντάρης, γεροδεμένος, σφουγγαράς άλλοτε κι αυτός. Τρεις γέροι, καλοστεκούμενοι, μακρινοί συγγενείς, θαλασσινοί κι αυτοί. Αν έβλεπες την κορμοστασιά τους μόνο, κι όχι τα σκαμμένα, ταλανισμένα κι αξούριστα πρόσωπά τους, θα τους έπαιρνες για παλικάρια. Ένας καλόβολος, κουτσός γεροντάκος που δεν ξέρεις αν κλαίει το μούτρο του ή χαμογελάει. Ένα εικοσιπεντάχρονο παλικάρι που δε βγάζει μιλιά και φαίνεται στενεμένος απ’ τη σύναξη των μεγάλων σα να του κλέβουν τον πνιγμένο φίλο του. Κι ένας θεόρατος, λεβέντης, χοντροκόκαλος γέροντας, σα χιλιόχρονη αστραποπελεκημένη δρυ ή σαν καμένο καράβι μ’ όρθια τα κατάρτια του, τραβηγμένο στη στεριά, ανάμεσα στα βράχια. (Απόσπασμα από το κείμενο)