Τα μεγάλα έργα δεν δίνουν απαντήσεις – θέτουν μεγάλα ερωτήματα. Κανείς δεν θα βρει απαντήσεις στον Όμηρο, στους Αθηναίους τραγικούς, στον Δάντη, στον Σαίξπηρ. Αν τους πλησιάσει σαν να είναι κρυπτογραφημένες απαντήσεις, δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα. Ακόμα κι αν πάρει κάτι σαν απάντηση, δεν θα ξέρει σε ποιαν ερώτηση αντιστοιχεί. Τότε θα πρέπει να κατασκευάσει την ερώτηση, με υλικά που θα βρει στο περιβόητο ιστορικό πλαίσιο του έργου, στο υποτιθέμενο πρωτόκολλο που ακολούθησε ο δημιουργός, στην ψυχική σκευή των ηρώων και πάει λέγοντας.
Συμβαίνει κάτι παράδοξο για τη λογική της ταυτότητας, από την οποία δεν μπορούμε –και ίσως δεν θα προλάβουμε ποτέ– ν’ απαλλαγούμε: δεν έχουμε άλλο εργαλείο, για ν’ «ανασκάψουμε» το μεγάλο έργο, από το ίδιο το έργο. Όταν αδράχνουμε το εργαλείο, ο μόνος τόπος ανασκαφής είναι η ζωή ετούτη εδώ, όπως τη ζούμε τώρα. Αν παρατήσουμε το εργαλείο του έργου, για να το κάνουμε τόπο της «ανασκαφής», κρατάμε σαν εργαλείο –χωρίς να το καταλάβουμε, παρά μόνο πολύ αργά– τη ζωή ετούτη εδώ, όπως τη ζούμε τώρα.
Με τον Οιδίποδα διαδραματίστηκε αυτό το «ερμηνευτικό» δράμα πολλές φορές κι από πολύ νωρίς. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε το έργο, για να φέρει στο φως τα μορφολογικά βάθρα του τραγικού, αλλά δεν κατόρθωσε να μην παραμορφώσει –παραλίγο ανεπανόρθωτα– το εργαλείο του, αφού μερικοί αιώνες αριστοτελισμού θα καταπιάνονταν με τη νομιμοποίηση μιας αντιστροφής: ο Οιδίπους έπρεπε να είναι στο εξής ένα από τα βάθρα του τραγικού, που έφερε στο φως ο Αριστοτέλης και όχι το εργαλείο που έφθειρε, προσπαθώντας ουσιαστικά να διαμορφώσει τη λογική του· η τραγωδία μιας τραγωδίας, που μιμήθηκε το έργο στη ριζική του αλήθεια. […]
(Από τον επίλογο της έκδοσης)