Φιλοκτήτης

Επιπλέον πληροφορίες

Συγγραφέας

Εκδόσεις

Έτος Έκδοσης

9,64

Εξαντλημένο

(Καλοκαιριάτικο απόγευμα. Σε μιαν ερημική ακρογιαλιά του νησιού – ίσως της Λήμνου. Τα χρώματα σβήνουν λίγο – λίγο. Ένα καράβι αραγμένο στο βραχώδη ορμίσκο. Ακούγονται οι φωνές και τα γέλια των ναυτών που λούζονται, γυμνάζονται, παλεύουν, λίγο πιο κάτω. Εδώ, έξω από μια βραχοσπηλιά, διαμορφωμένη σε κατοικία, κάθονται δυο άντρες – ο ένας ωραίος, γενειοφόρος, ώριμος, με αρρενωπή, πνευματική μορφή ο άλλος, γεροδεμένος νέος, με φλογερά, ερευνητικά κ’ ερωτικά μάτια. Έχει κάτι απ’ τα χαρακτηριστικά του Αχιλλέα, μα κάπως πιο εκπνευματωμένα, σα νάναι ο γιος του, ο Νεοπτόλεμος. Ένα φτενό, αφανές φεγγάρι, μετακινείται αόριστα κι αργά κάπου στον ουρανό, ασημί, μέσα στις παρατεταμένες τριανταφυλλιές και μενεξελιές ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος. Φαίνεται πως ο ώριμος άντρας, ύστερ’ από χρόνια μόνωσης και σιωπής, είχε μιλήσει πολύ στον Νέο, σ’ αυτόν τον απροσδόκητο επισκέπτη του, πούχε φτάσει μόλις πριν δυο ώρες, και τώρα σωπαίνει πάλι, βαθύς, κορεσμένος, κουρασμένος από μιαν άλλη, ανώφελη κι αυτήν, μα ανθρώπινη, κούραση και θλίψη. Μια αόριστη τύψη σκιάζει το ευρύ μέτωπό του. Ωστόσο παρατηρεί ακόμη το εξαίσιο πρόσωπο του Νέου, σαν κάτι να περιμένει. Στο βάθος της σπηλιάς αντιλαμπιρίζουν πότε – πότε τα όπλα του – η μεγάλη καλοδουλεμένη ασπίδα του με παραστάσεις απ’ τους άθλους του Ηρακλή, και τα τρία φημισμένα του δόρατα – μοναδικά στο είδος τους. Ο Νέος, σα να παίρνει μια δύσκολη απόφαση, αρχίζει να μιλάει…)
Σεβάσμιε φίλε, είμουνα βέβαιος για τη βαθειά σου κατανόηση.
Εμείς οι νεότεροι
που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή
για να δρέψουμε τάχα
τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα,
με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο,
γνωρίζουμε κ’ εμείς κι αναγνωρίζουμε, κ’ έχουμε, ναι, κ’ εμείς
τις πληγές μας
σ’ άλλο σημείο του σώματος – πληγές αθώρητες,
χωρίς το αντίβαρο της περηφάνειας και του αξιοσέβαστου αίματος
του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα. […] (Από την έκδοση)

Φιλοκτήτης