Άκουγα τον κασμά και τα φτυάρια να χτυπούν τον βράχο. Κάθε λίγα λεπτά σταματούσαν, έβριζαν και έφτυναν στις παλάμες τους. Ύστερα από καμιά ώρα εμφανίστηκε ο Ντερβίς – άκουσα που τον σύστησε στον λοχία ένας συγχωριανός του, είπε πως ήταν καλός πατριώτης, της ΤΜΤ από το ’58. Τους πρότεινε να φέρει αμμοχάλικο από το χωριό για να μας σκεπάσουν. Αμφέβαλλε ο λοχίας: «Πώς θα το φέρεις, έχουμε εδώ οκτώ να χώσουμε. Φορτηγό δεν ανεβαίνει στο καταραμένο βουνό». Οι Τούρκοι ποτέ δεν αγαπούσαν τα βουνά – τα φοβόντουσαν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο)