«Σου ‘φερα λουλούδια
– οι ζωντανοί βλεπόμαστε με την αφή»
[σαν να ‘χει απ’ όνειρο την ασυνάρτητη στιγμή].
Παραλογίζεται μισό φεγγάρι
η καταχνιά: Νικόπολη
με πυρετό κι εγκαύματα
στα ξεραμένα χόρτα.
Ποιος ν’ ακουμπήσει χέρι στους θεούς;
Πλησίασα κερί επάνω στα συντρίμμια:
«Ψυχή σπασμένη – όργια ποντίκια».
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)