Ο σκοινοβάτης – Ο θανατοποινίτης
Επιπλέον πληροφορίες
Συγγραφέας | |
---|---|
Εκδόσεις | |
Έτος Έκδοσης |
€9,54
2 σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)
«Ο Θάνατος -ο Θάνατος που σου λέω- δεν ακολουθεί την πτώση σου, έρχεται προτού εμφανιστείς πάνω στο σκοινί. Πεθαίνεις πριν ανέβεις. Όποιος χορέψει, θα πεθάνει – αποφασισμένος να κατακτήσει κάθε ομορφιά, άξιος για κάθε ομορφιά. Όταν εμφανιστείς, θα σε τυλίξει μια χλωμάδα – όχι, δεν εννοώ το φόβο, μα το αντίθετό του, μιαν ακαταμάχητη τόλμη. Παρά τα ψιμύθια και τις πούλιες, θα ‘σαι χλωμός και η ψυχή σου πελιδνή. Τότε η ακρίβειά σου θα ‘ναι απόλυτη. Τίποτα δε θα σε κρατάει πια στο έδαφος, και θα χορεύεις δίχως να πέφτεις. Μα κοίτα να πεθάνεις πριν εμφανιστείς: ένας νεκρός χορεύει στο σκοινί».
Κείμενο οριακό, γραμμένο το 1955, ο Σκοινοβάτης δύσκολα κατατάσσεται σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, καθώς συνυπάρχουν εδώ στοιχεία από την ποίηση, την αφήγηση, το δοκίμιο. Ωστόσο τα στοιχεία που υπερτερούν είναι της ποιητικής τέχνης. Μιας ποιητικής εντελώς διαφορετικής από τα γνωστά θεωρητικά κείμενα, τα οποία κυρίως αναφέρονται σε οδηγίες και κανόνες για το ύφος, το μέτρο, τη ρίμα, τον ελεύθερο στίχο κ.ά. Στον Σκοινοβάτη δεν συναντούμε τίποτε απ’ όλα αυτά. Ο Ζενέ απευθύνεται στον καλλιτέχνη-σκοινοβάτη, προσπαθώντας να φωτίσει τη δύσβατη επιλογή του, επικεντρώνοντας το εγχείρημα του σε δύο σημεία: το σκοινί, που συμβολίζει το εργαλείο της τέχνης, και την προσωπική, την υπαρξιακή στάση του καλλιτέχνη απέναντι στην τέχνη.
«Ώρες ατέλειωτες μιλούσαμε για έρωτα.
Ώρες ατέλειωτες καπνίζαμε τσιγάρα.
Μα πώς μπορούν οι δικαστές στο θάνατο να στείλουν
Έναν φονιά τόσο όμορφο, που τον ζηλεύει η μέρα».
Η πιο αφοπλιστική απάντηση στο κοινότοπο ερώτημα «γιατί γράφετε» είναι, νομίζω, του Ζενέ: «Γράφω για να βγω από τη φυλακή». Ο Θανατοποινίτης γράφτηκε το 1942 στη φυλακή, τυπώθηκε με δικά του έξοδα, και με την ένδειξη Fresnes (το όνομα της φυλακής) στο εξώφυλλο.
Ποίημα σημαδιακό, αφού χάρη σ’ αυτό ο Ζενέ γνώρισε τον Ζαν Κοκτώ, που τον έφερε σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, και τον βοήθησε να κλείσει τους λογαριασμούς του με τη δικαιοσύνη και τις φυλακές. (Από το εισαγωγικό κείμενο του Χριστόφορου Λιοντάκη)