Οι Καστρωμένες
Επιπλέον πληροφορίες
Συγγραφέας | |
---|---|
Εκδόσεις | |
Έτος Έκδοσης |
€13,30
1 σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)
Όσο ήταν νέες οι Καστρωμένες, ήταν τσαούσες, υποχόνδριες κι απαιτητικές, κι όλα αυτά που κάναν και λέγαν τους μοιάζανε πάντα λίγα, κι ήθελαν όλο και πιο πολλά, σαν να μην τους φτάναν αυτά που φέρναν οι καιροί που ζούσανε. Αυτές, που ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ τους άλλους κι απ’ τα πράγματα, πεισμωμένες να κρατήσουν με γινάτι έναν κόσμο που ‘χε φύγει, δεν είχαν μπορέσει να καταλάβουν τον καινούργιο που ‘χε έρθει κι είχε στηθεί απειλητικός έξω απ’ την ανοχύρωτη γειτονιά τους.
Πάνω από εκατό γεροντοκόρες αριθμούσε μετά τον πόλεμο η Απάνω Βρύση, μέχρι τα περβόλια της Βαρής και τα Σταμνάδικα, λες και το μικρόβιο της ψηλομυτιάς και της ξινίλας δεν είχε αφήσει σπίτι που να μην κτυπήσει. Μια μάτσα άκληρες, που ‘χαν μείνει να κρατούν το λιωμένο λάβαρο της Απάνω Βρύσης, που δεν είχαν χαλαλίσει τον εαυτό τους σε κανέναν και που ακόμα περίμεναν τον καλό τους σε μια πεθαμένη γειτονιά, χωρίς παιδιά να φωνάξουν για να την ξυπνήσουν, κλειδωμένες μέσα σ’ εκείνα τα, από «μπορσελάνα κτισμένα», αρχοντόσπιτα, είχαν αρχίσει να κουστώνουν πιο γρήγορα κι απ’ τα κατράνια που καρτερικά κρατούσαν ακόμα τις στέγες των σπιτιών τους.
– Τα μάθατε; Τ’ς πιάσαν καβάλα, έλεγε η μια.
– Λες να τ’νε κάμαν τ’ν πράξ’; ρωτούσε η άλλη.
– Ε, δεν πστεύω να φτάσαν δα και στ’ απροχώρητο! ακουγόταν απ’ την κουζίνα, που ‘πλενε τα πιάτα, η Άννα. Λόγια μπρόλια. Εδώ, μάτια μ’, βγάζουν και το δεσπότ’ γκαστρωμένο.
– Ζαβές που ‘μαστουν, μωρή Ανεστασία, εμείς! συμπλήρωνε η Μπαλαμάρκαινα. Τώρα, μάτια μ’, ούλες ελωλαθήκαν. Σαν τ’ς γάτες το κάνουν μες στ’ς δρόμ’, στα ορθά. Μοναχά εμείς εμείναμε να βαστούμε τα μπόσ’κα. Καλέ πού τα δ’κά μας τα χρόνια;
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)