Όταν, στις αρχές του 1983, ο Κάρολος Κουν μου ζήτησε να μεταφράσω τον Προμηθέα Δεσμώτη για το «Θέατρο Τέχνης», αισθάνθηκα το ίδιο περίπου δέος που είχα αισθανθεί και το 1964, όταν μου είχε ζητήσει να μεταφράσω τους Πέρσες.
Τι πιο φυσικό; θα μπορούσε να πει κανείς. Και μόνο το όνομα του ποιητή προκαλεί δέος. Έπειτα έρχονται όλα τα άλλα: οι δυσκολίες του συγκεκριμένου έργου, το αγεφύρωτο χάσμα του χρόνου, η συνείδηση μιας αναμέτρησης με ανέφικτους στόχους κλπ. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο επιπλέον: το γεγονός ότι, μεταφρασμένη αναγκαστικά για το σημερινό θέατρο, η αρχαιοελληνική τραγωδία εμφανίζεται ως κείμενο με αυξημένες, ανανεώσιμες, ακόμη και πρωτοφανείς υποχρεώσεις.
Με τέτοιους όρους, είναι ευνόητο ότι ένα έργο σαν τον Προμηθέα Δεσμώτη πρέπει να μεταφράζεται κάθε τόσο και από κάθε γενιά. Ή, ακόμη, ότι μια μετάφραση άξια του ονόματός της οφείλει να είναι συγχρόνως πιστή και άπιστη, δηλαδή να υπερασπίζεται την «αλήθεια» του πρωτοτύπου όσο και τη δική της, διασώζοντας κατά το δυνατόν τρία πράγματα στην περίπτωσή μας: την ποίηση, τη θεατρικότητα και τον στοχασμό. Έτσι μεταφράζω μπορεί να σημαίνει επίσης και τούτο: ότι προσπαθώ να γεφυρώσω ένα χάσμα ανάμεσα σε δύο κόσμους (και χρόνους), προσφέροντας ένα αντίγραφο-υποκατάστατο το οποίο, σε αντίθεση με το πρωτότυπο, υπόκειται σε μετατροπές, αναθεωρήσεις ή αναδιατάξεις. […] (Από τον πρόλογο της έκδοσης)