Ένα μικρό αριστούργημα. Γράφτηκε το 1912 κι είναι ένα εκπληκτικής δεξιοτεχνίας χρονικό της παρακμής, της κάθε είδους παρακμής. Ο Τόμας Μαν αναλύει και καταγράφει με ακρίβεια τις τάσεις της εποχής του, τις αγωνίες της ωριμότητας, την άβυσσο του θανάτου, που περισσότερο από καθένα βιώνει και αισθάνεται ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός.
Ο πενηντάχρονος Γκούσταφ Άσενμπαχ, ένας επιτυχημένος συγγραφέας, ταξιδεύει στη Βενετία για διακοπές. Στη διάρκεια ενός γεύματος στο ξενοδοχείο, την προσοχή του τραβάει ένα εξαιρετικά όμορφο αγόρι. Σύντομα οι μέρες του αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από το πότε θα το ξαναδεί και αγνοεί τις δυσοίωνες φήμες που κυκλοφορούν ότι ένας λοιμός εξαπλώνεται στην πόλη.
Ο Θάνατος στη Βενετία είναι μια αριστουργηματική ιστορία για την εμμονή, για την αγωνία του δημιουργού και την άβυσσο του τέλους.
Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Λουκίνο Βισκόντι με τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο του Γκούσταφ Άσενμπαχ.
Πολλά, πάμπολλα τα ερωτήματα που θέτει ο Μαν στην πυκνή ύφανση αυτής της νουβέλας κι ο αναγνώστης θα απαντήσει κατά το δοκούν. Ωστόσο δίνεται και μια απάντηση απευθείας από τον συγγραφέα. «Οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί επαινούν ένα έργο τέχνης. Μη όντας ειδήμονες, πιστεύουν ότι ανακαλύπτουν σ’ αυτό εκατοντάδες προτερήματα για να δικαιολογήσουν την προτίμησή τους όμως ο πραγματικός λόγος της επιδοκιμασίας τους είναι κάτι απρόσμενο, […] ότι συμπάσχουν». Στον Θάνατο στη Βενετία, στη σύντομη αυτή ιστορία όπου όλα εκτυλίσσονται στο πνεύμα μιας μουσικής σύνθεσης, με τον ρυθμό να επιταχύνεται από τη μία φράση στην άλλη, μας δίνεται τουλάχιστον η δυνατότητα να συμπάσχουμε με τον ήρωά του κι εντέλει να τον συμπαθήσουμε παρά την εσωτερική σύγχυση και τα ανομολόγητα πάθη του. (Από τον πρόλογο του Δημήτρη Στεφανάκη)
«Γιατί ο άνθρωπος αγαπά και εκτιμά τον άλλο όσο δεν τον γνωρίζει ώστε να μπορεί να τον κρίνει, και ο πόθος είναι απόρροια της ελλιπούς γνώσης για τον άλλο».