«Πολύ σύντομα μου γεννήθηκε η υποψία ότι το “βλέμμα” του έκρυβε κάποιο μυστικό και ότι αυτή η πόζα περιείχε κάτι που αιχμαλώτιζε την ψυχή του συνταξιούχου με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μια οποιαδήποτε άλλη συνηθισμένη πόζα δεν θα επέτρεπε να φανερωθεί το συγκεκριμένο μέρος του κορμιού, και εννοώ τη στάση των γυμνών ποδιών ιδωμένων κάτω από το άνοιγμα του κίμονο, την καμπύλη γραμμή που έφτανε μέχρι τα νύχια των δαχτύλων. Καθώς ήμουν ήδη από την παιδική μου ηλικία ιδιαιτέρως επιρρεπής στη γοητεία των αρμονικών γυναικείων ποδιών, είχα υπνωτιστεί από την τέλεια καμπύλη των ποδιών της Ο-Φούμι. Οι γάμπες της, λεπτεπίλεπτες και αισθησιακές, ήταν λες και είχαν σμιλευτεί προσεκτικά σε λευκό ξύλο, το περίγραμμά τους, καθώς κατηφόριζε προς τους αστραγάλους, γινόταν όλο και πιο φίνο, καταλήγοντας με μία μαλακή κλίση στην καμάρα του πέλματος, ενώ στο τέλος αυτής της καμπύλης παρατάσσονταν το ένα μετά το άλλο τα δάχτυλα από το μικρό μέχρι το πιο μεγάλο σε μία σειρά, και αυτή η ευθυγράμμιση μού φαινόταν πολύ πιο άμορφη ακόμα κι απ’ το πρόσωπο της Ο-Φούμι».
Ο ΟΥΝΟΚΙΤΣI, φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, αφηγείται τη συνάντησή του με τον συνταξιούχο Τσουκακόσι και τη μαιτρέσσα του Φουμίκο. Ο γέρος έμπορος, παθιασμένος με την ομορφιά του ποδιού της ερωμένης του, αναθέτει στον νεαρό ζωγράφο να αποδώσει δυτικότροπα τη Φουμίκο, κατά τον τρόπο όμως μιας παλιάς γιαπωνέζικης γκραβούρας, σε μια στάση που αναδεικνύει τη μοναδική αισθησιακότητα της γυναίκας που αναπαρίσταται. Η έμμονή του για ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματός της, τα πόδια της, θα αποκτήσει τέτοια ένταση που θα τον οδηγήσει στα όρια της τρέλας.
Το Πόδι της Φουμίκο παραμένει το πιο αντιπροσωπευτικό από τα πρώιμα έργα του Τανιζάκι που διερευνούν πλευρές «διαστροφικής», όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή, σεξουαλικότητας.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)