Εκ των ποταμών Βαβυλώνος
Επιπλέον πληροφορίες
Συγγραφέας | |
---|---|
Εκδόσεις | |
Έτος Έκδοσης |
€13,00
4 σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)
ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑΞΙ (Μνήμη Κυριακής Γρίβα)
Τα μαλλιά δεν είναι μανουάλια
Για να ανάβει ο κάθε μαλάκας το κεράκι του
Η αγκαλιά δεν είναι μέγγενη
Η καθεμία μπορεί να την ανοίξει και να φύγει
Όποτε θέλει
Το πρόσωπο δεν είναι δοκιμαστικός σωλήνας
Αν έχεις οξύ περίσσιο, να το δώσεις στην πολιτεία
Που νίπτει τας χείρας της.
Το σώμα δεν είναι κομμάτι κρέας
Άσε το μαχαίρι κάτω, άνδρα ξακουστέ
Κυνηγέ και κρεοπώλη
Το σώμα δεν είναι κομμάτι κρέας, όπως σου μάθαν στο σχολείο.
Και ναι, όπως και να το κάνουμε,
Το περιπολικό δεν είναι ταξί
Για παράδειγμα
Το ταξί είναι κίτρινο, δεν έχει φάρους
Και στον τόπο ετούτο
Το γαλανόλευκο πάντα είχε τρόπο να μας χρεώνει
Τη μεγαλύτερη ταρίφα.
Στο Επί των ποταμών Βαβυλώνος ο ποιητής πλάθει την έννοια της εξορίας -προσωπικής, συλλογικής, αλλά και θεολογικής.
Εμπνευσμένος από τον αρχαίο Εβραϊκό θρήνο των Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης, ο ποιητής μας μεταφέρει σε ένα σύγχρονο, δυστοπικό τοπίο, όπου η Βαβυλώνα γίνεται σύμβολο της σημερινής παρακμής, της αποξένωσης από τις ρίζες, αλλά και της ανθρώπινης αλλοτρίωσης.
Τα ποιήματα αντηχούν σαν ένα πένθιμο τραγούδι για τη σύγχρονη εποχή, που πλέκεται αδιάκοπα με τις μνήμες της κυπριακής τραγωδίας του 1974, πενήντα χρόνια μετά, αποτυπώνοντας τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας και την αίσθηση ενός κατακερματισμένου Σήμερα, τόσο στο Κυπριακό, όσο και στο Παγκόσμιο επίπεδο. Οι εικόνες της εξορίας διασταυρώνονται με τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα σε ένα ποιητικό σύμπαν όπου το προσωπικό συνδέεται αδιάσειστα με το συλλογικό.
Ωστόσο, παρά την αίσθηση της ασφυκτικά αναπόδραστης εξορίας, ο ποιητής δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια.
Ο Χρονίδης αντλεί από τις τραυματικές μνήμες της ιστορίας για να υφάνει μια σύγχρονη «Ωδή στη μνήμη», όπου το ανθρώπινο τραύμα γίνεται πηγή δύναμης. Σε έναν κόσμο γεμάτο ρωγμές, η ποίηση του λειτουργεί ως αντίδοτο στη σιωπή, καλώντας τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με τις προσωπικές και συλλογικές του εξορίες και να αναζητήσει νόημα ακόμα και μέσα από τα ερείπια της αποξένωσης και της απώλειας.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)