Ήξερε μονάχα κάτι παλιούς σκοπούς αργούς κι απλούς, κάτι ρομάντσες του περασμένου αιώνα, που έπαιρναν μια ατέλειωτη τρυφερότητα, όταν τις μουρμούριζε με την αδεξιότητα μαθητή κατασυγκινημένος. Στις θερινές βραδιές, όταν η συνοικία κοιμόταν και το ανάλαφρο αυτό τραγούδι έβγαινε από το μεγάλο δωμάτιο το φωτισμένο μ’ ένα σπερματσέτο, θα ΄λεγε κανείς πως άκουγε μια ερωτική φωνούλα, τρεμάμενη και σιγανή, που εμπιστευόταν στη μοναξιά και στη νύχτα, ότι δε θα μπορούσε ποτέ να το πει τη μέρα… Άλλωστε του άρεσε το σκοτάδι. Τότε καθόταν μπροστά σ’ ένα παράθυρο, αντίκρυ στον ουρανό, κι έπαιζε στα σκοτεινά. Οι διαβάτες σήκωναν το κεφάλι κι αναρωτιόντουσαν από που τάχα ερχόταν αυτή η τόσο αδύναμη κι όμορφη μουσική που έμοιαζε σαν κελάηδισμα απόμακρου αηδονιού… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)